Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Απεργία!


Τι γίνεται στο τραπεζικό μέτωπο;
Σαλεύει κάτι στους εργολαβικούς γενικά και στις τράπεζες ιδιαίτερα;
Πολύ καλά ξεκίνησε ο αγώνας των εργολαβικών στις τράπεζες [ΣΥΔΑΠ ΤΤ]. Μεγάλη συμμετοχή, ενθουσιασμός, αρχή διαλόγου, δήλωση στήριξης ακόμη και από το σωματείο του ΠΑΜΕ [ίσως μοναδική φορά]. Είμαστε πολύ μακριά από ουσιαστικό διάλογο γενικά και διάλογο με τα αφεντικά [τραπεζίτες] και όχι με τους εντολοδόχους, άρα θα έχουμε συνέχεια. Η έκρηξη στην τράπεζα Πειραιώς, δείχνει ότι το τοπίο απέκτησε κινητικότητα…


Ο εργοδότης δεν μπορεί να κηρύξει παράνομη ή καταχρηστική, απεργία που έχει ήδη γίνει όταν κάνει την αγωγή. Συνεπώς η συμμετοχή σε τέτοια απεργία δεν έχει καμία συνέπεια για τους εργαζόμενους. Δίδαγμα: Οι επαναλαμβανόμενες 24ωρες είναι ιδανική επιλογή σε μία τέτοια περίπτωση. Οι συνέπειες δεν είναι τόσο σοβαρές σε άλλη περίπτωση, αφού μόνο η συμμετοχή σε απεργία που έχει κηρυχθεί παράνομη είναι σοβαρό πρόβλημα.
Ο εργοδότης δεν μπορεί να κηρύξει προληπτικά παράνομη και καταχρηστική κάθε απεργία που θα κηρυχθεί στο μέλλον. Φυσικά η συνέχιση απεργίας με αιτήματα που έχουν κριθεί τελεσίδικα  παράνομα στο σύνολό τους, θα οδηγεί σε απαγόρευση, αλλά με συγκεκριμένα στοιχεία, που θα δείχνουν εμμονή σε διεκδίκηση παράνομων αιτημάτων.
Τα αιτήματα μπορούν να αναφέρονται και σε ζητήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν δικαστικά, με αγωγές, ασφαλιστικά μέτρα κλπ. Όταν οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι ο εργοδότης παρανομεί δεν έχουν υποχρέωση υπομονετικής ανοχής μέχρις ότου να κρίνουν τα δικαστήρια ότι παρανομεί.
 Μολονότι ένα ή δύο ζητήματα αιχμής έχουν προκαλέσει την απεργία, καλόν είναι να είναι μακρύς ο κατάλογος των αιτημάτων της απεργίας. Ο εργοδότης που παλιότερα κώφευε και δεν συζητούσε διάφορα αιτήματα, μπορεί με την απεργία να γίνει πιο διαλλακτικός. Επίσης οι συνέπειες της απεργίας για τον εργοδότη πρέπει να είναι ανάλογες με τη βαρύτητα των αιτημάτων, αλλιώς η απεργία μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική.
Ειδικά οι περικοπές προσωπικού [απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους] πρέπει σε πρώτο επίπεδο να εξετάζεται αν είναι αναπόφευκτες, αν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, που τουλάχιστον να τις περιορίζει, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρέπει να εξετάζεται η εφαρμογή κοινωνικών κλπ κριτηρίων επιλογής. Δεν επιτρέπεται να επιλεγούν και απολυθούν οι πιο «ακριβοί» εργαζόμενοι λόγω μακράς προϋπηρεσίας, οικογενειακών βαρών κλπ [last in-first out]. Φυσικά αν γίνονται ταυτόχρονα προσλήψεις σε ειδικότητες παρεμφερείς, ο εργοδότης πρέπει να προτείνει πριν απολύσει κάποιον εργαζόμενο να απασχοληθεί στη θέση αυτή, έστω και αν είναι υποδεέστερη, αυτής που έχει. Αλλιώς η απόλυση είναι καταχρηστική. Το σωματείο έχει δικαίωμα να ζητήσει ακριβή αριθμό εργαζόμενων που ο εργοδότης σκέφτεται να απολύσει. Δυστυχώς συνήθως  όλα αυτά μένουν στα χαρτιά και ο εργοδότης δεν μοιράζεται τα στοιχεία αυτά, αλλά το σωματείο των εργαζόμενων μπορεί να  τον υποχρεώσει να συνεργαστεί μαζί του.
Στη διάρκεια της απεργίας πρέπει να διατίθεται προσωπικό ασφαλείας. Ποιο και πόσο πρέπει να έχει ήδη κριθεί προηγούμενα. Αν η επιχείρηση δεν είναι νευραλγικής σημασίας, το προσωπικό ασφαλείας απλά ελέγχει να μην υπάρξουν ζημιές, κλοπές κλπ. Όντας στην ουσία υπόλογο, αν υπάρξουν τέτοια κρούσματα. Αλλιώς στην κοινή ωφέλεια, την αποκομιδή σκουπιδιών, τα νοσοκομεία κλπ. το προσωπικό ασφαλείας εκτελεί τις αναγκαίες εργασίες ώστε να μην υπάρξουν δυσανάλογες επιπτώσεις για το κοινωνικό σύνολο.
Μέχρι την 5η  Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη καλεί το άλλο σε διαπραγμάτευση με εξώδικη κλήση, στην οποία περιέχεται υποχρεωτικά η πρόταση για καθορισμό του προσωπικού ασφαλείας. Η κλήση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή και κατά τον ίδιο τρόπο κοινοποιείται στο Υπουργείο Εργασίας. Η συμφωνία καταρτίζεται το αργότερο μέχρι τις 25 Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους και κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την υπογραφή της. Η συμφωνία αυτή ισχύει ολόκληρο το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί.
Αν δεν τηρηθεί η παραπάνω διαδικασία ή αν η συμφωνία δεν καταρτισθεί μέχρι τις 25 Νοεμβρίου ή δεν κατατεθεί στο Υπουργείο Εργασίας μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην § 5 του άρθρου αυτού, τα μέρη υποχρεούνται να προσφύγουν στη διαδικασία της μεσολάβησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν.1876/1990,(αφορά τη διαπραγμάτευση για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας). Η μεσολάβηση πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) μέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του μεσολαβητή. Αν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία, κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά έχει το δικαίωμα να παραπέμψει το θέμα στην επιτροπή του άρθρου 15 του Ν. 1264/1982, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 του Ν. 1545/1985.
Όλα τα ζητήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούν να ρυθμίζονται και με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το δημόσιο ή μη χαρακτήρα τους και την υπαγωγή τους ή μη στην κοινή ωφέλεια.
Τα ονόματα των εργαζόμενων που απαρτίζουν το προσωπικό ασφαλείας, γνωστοποιούνται στον εργοδότη πριν την έναρξη της απεργίας και κατά προτίμηση με το έγγραφο που του κοινοποιείται για την κήρυξη της απεργίας.
Το προσωπικό ασφαλείας, εφόσον εργασθεί σύμφωνα με τις εντολές του εργοδότη, έχει δικαίωμα για τις αποδοχές που αντιστοιχούν στη απασχόλησή του, ενώ όσοι από το προσωπικό αυτό αρνούνται την εκτέλεση των νόμιμων εργοδοτικών εντολών δεν δικαιούνται αποδοχών.
Το προσωπικό ασφαλείας ή μέρος του ενδέχεται, ανάλογα με τις ανάγκες που προορίζεται να εξυπηρετήσει, να παραμείνει σε ετοιμότητα χωρίς να χρειαστεί να εργασθεί.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ο προσδιορισμός της αμοιβής εξαρτάται από τη διαπίστωση κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συγκεκριμένος εργαζόμενος διετέλεσε σε γνήσια ή σε απλή ετοιμότητα. Το κριτήριο που έχει θέσει η νομολογία για τη διάκριση αυτή είναι η διατήρηση σε εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων του εργαζόμενου.
Όταν διατηρούνται αυτές -οι πνευματικές και σωματικές δυνάμεις- σε εγρήγορση, πρόκειται για γνήσια ετοιμότητα, οπότε εφαρμόζεται η εργατική νομοθεσία και οφείλεται μισθός ακόμη και στην περίπτωση που, χωρίς υπαιτιότητα του εργαζόμενου, δεν χρησιμοποιήθηκαν οι υπηρεσίες του, και όταν δεν διατηρούνται σε εγρήγορση, τότε, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία δεν οφείλονται πλήρεις αποδοχές, αλλά ενδεχομένως μόνο ανάλογο μέρος τους.
Δεν δικαιούνται αμοιβής εκείνοι, τους οποίους αποκρούει ο εργοδότης, αδιάφορα με ποιον τρόπο έχουν ορισθεί να μετέχουν στο προσωπικό ασφαλείας ή στοιχειώδους λειτουργίας.