Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Θα τελειώσει άραγε πότε η ομηρία των συμβασιούχων;

 

Μετά από ένα εύστοχο ερώτημα που διατύπωσε το Πρωτοδικείο Λασιθίου, δόθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση Δ.Ε.Ε. της 11.2.2021 στην υπόθεση C-760/18, ΜΒ κ.λπ.) ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα που αποτελούσε το ανάχωμα που έπρεπε να υπερπηδήσουν οι συμβασιούχοι του δημόσιου τομέα και που οδηγούσε σε απόρριψη των αγωγών που διεκδικούσαν σύμβαση αορίστου χρόνου. Το εμπόδιο αυτό προέκυψε από το άρθρο 103 παράγραφος 8 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μέχρι και σήμερα, με βάση το οποίο,  ανεξάρτητα από το αν οι συμβασιούχοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες ακόμη και μετά από δεκαετίες που εργάζονταν στην ίδια θέση εργασίας με ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένουμ το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει ότι αυτή ακριβώς η ομηρία υπέκρυπτε μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. 

Προσοχή σύμβαση αορίστου χρόνου δεν σημαίνει μονιμοποίηση: 

Η μονιμοποίηση προϋποθέτει ύπαρξη οργανικής θέσης και κάλυψη της μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες οι οποίες δυστυχώς όλο και πιο σπάνια ακολουθούνται και έτσι την ιδιότητα του μόνιμου υπαλλήλου αποκτούν ελάχιστοι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα με τη στενή έννοια του όρου δηλαδή της γενικής κυβέρνησης. 

Με τις παρούσες συνθήκες μετά και την απόφαση Δ.Ε.Ε. της 11.2.2021 στην υπόθεση C-760/18, τα ελληνικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται πλέον από αυτό το συνταγματικό εμπόδιο, ούτε από το περιβόητο «προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου» που φυσικά δεν επιδίωξε ούτε μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα της ομηρίας των συμβασιούχων. Επομένως τα ελληνικά δικαστήρια θα έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν αν πράγματι κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εργαζόμενου καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αλλά επιπρόσθετα και ότι η ελληνική νομοθεσία κυρία με το διάταγμα Παυλόπουλου παρείχε ή δεν παρείχε επαρκή προστασία όπως απαιτούσε η ευρωπαϊκή οδηγία στην οποία υποτίθεται ότι ενσωμάτωνε στην ελληνική νομοθεσία το προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου. 

Όπως γίνεται αντιληπτό αυτό δημιουργεί ένα επόμενο ανάχωμα στην προσπάθεια των συμβασιούχων να αποδείξουν τα αυτονόητα: 

Ότι δηλαδή η ελληνική Πολιτεία μέσα από διαδικασίες, που σήμερα πλέον περνάνε από το ΑΣΕΠ, δημιουργεί μία δεύτερη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων, που δεν έχει τις μισθολογικές αλλά ούτε και τις εγγυήσεις διατήρησης στη θέση εργασίας, που έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι. 

Φυσικά οι συμβασιούχοι των οποίων λήγουν οι συμβάσεις εργασίας τους και εφόσον δεν ανανεώνονται πετιούνται στην κυριολεξία στο δρόμο, θα έχουν την δυνατότητα με καλύτερους όρους από ότι προηγουμένως να προσφύγουν δικαστικά και να διεκδικήσουν τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας τους από ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. 

Δυστυχώς όμως τα εμπόδια δεν σταματούν εδώ. Το μεγάλο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζεται στις περιπτώσεις αυτές είναι το πρόβλημα της έγκαιρης παροχής έννομης προστασίας με την ουσιαστική έννοια, δηλαδή της προσωρινής δικαστικής προστασίας με την έκδοση προσωρινής διαταγής και αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων στη συνέχεια, χωρίς τις οποίες οι συμβασιούχοι που θα έχουν χάσει τη θέση εργασίας τους λόγω λήξης της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας τους, θα πρέπει να αναμείνουν 3-4 ή και πέντε ακόμη χρόνια μέχρι να αποφασίσουν τα δικαστήρια Πρωτοδικείο και Εφετείο τελεσίδικα, εάν θα πρέπει να επανέλθουν στη θέση τους. 

Δεν υφίσταται κανένας άλλος μηχανισμός να επιβάλει τα αυτονόητα, ούτως ώστε οι μεν συμβασιούχοι να μην μένουν για τόσο μεγάλο διάστημα εκτός του φορέα στον οποίο εργάζονταν και ο φορέας να μην βρίσκεται στην περίεργη θέση να προσλαμβάνει νέους συμβασιούχους και εν συνεχεία -σε περίπτωση δικαίωσης των συμβασιούχων τους οποίους θα έχει διώξει με λήξη των συμβάσεων εργασίας τους- να καταβάλει παράλληλα και μισθούς υπερημερίας σε περίπτωση που δικαιωθούν οι συμβασιούχοι που κατείχαν τις θέσεις εργασίας, για τις οποίες θα έχει κριθεί ότι πρέπει να επανατοποθετηθούν. 

Τα δικαστήρια είναι αρκετά φειδωλά στην αποδοχή τέτοιων αιτημάτων με έκδοση προσωρινής διαταγής που να διατηρήσει στη θέση εργασίας τους συμβασιούχους με ένα σκεπτικό το οποίο είναι ανεπέρειστο από νομική και λογική άποψη. Ένας μεγάλος αριθμός δικαστικών αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτει το ασφαλιστικό μετρό της προσωρινής διατήρησης του συμβασιούχου στη θέση εργασίας του με το επιχείρημα ότι αν το αποδεχόταν θα αποδεχόταν ταυτοχρόνως και το ουσιαστικό δικαίωμα το οποίο διεκδικεί ο συμβασιούχος! Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναλύσω περισσότερο ότι αυτή η τοποθέτηση είναι αβάσιμη αφού πράγματι το νόημα της προσωρινής επιδίκασης κάποιου αιτήματος, της προσωρινής ρύθμισης μιας κατάστασης, εμπεριέχει πάντοτε και προσωρινή ικανοποίηση του δικαιώματος μέχρις ότου αυτό να κριθεί οριστικά αν υφίσταται η δεν υφίσταται.

 Τελειώνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα θα ήθελα να πω ότι παρά το ότι υφίσταται μία βελτίωση στο ζήτημα της εργασίας των συμβασιούχων, εν τούτοις δεν πρόκειται να τελειώσει τόσο εύκολα η ομηρία τους, αφού -κατά την ταπεινότατη εκτίμησή μου- το περιβόητο δαιμόνιο της δημόσιας διοίκησης που ταλαιπώρησε τόσα χρόνια από το «νόμο Πεπονή» γενιές ολόκληρες συμβασιούχων, τοποθετώντας τους σε προσωρινές θέσεις ομηρίας, μόνο πολιτικά μπορεί να αντιμετωπιστεί με την έκδοση ενός νέου προεδρικού διατάγματος το οποίο θα συμμορφώνεται στη νομολογία η οποία δημιουργείται πλέον και θα αντικαθιστά το προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου ούτως ώστε να υπάρχει μία ουσιαστικότερη διαδικασία κρίσης το αν κάποιοι συμβασιούχοι εργάζονται ή όχι για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών με την επιστράτευση συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Από την άποψη αυτή είναι καθήκον των συνδικάτων αλλά και των πολιτικών φορέων που δεν επιθυμούν την ομηρία των συμβασιούχων, να βγουν μπροστά σε έναν αγώνα ο οποίος πράγματι θα δίνει λύσεις όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη έκταση για να περιοριστεί το φαινόμενο των εικονικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Φυσικά θα παραμείνουν τα προβλήματα από τις εργολαβικές αναθέσεις το περιβόητο outsourcingμ όπου όμως και εκεί θα πρέπει σιγά-σιγά να ξεκαθαρίζεται ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπάρχουν ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου οι οποίες να αναπαράγονται αδιάλειπτα στο διηνεκές ή εν πάση περιπτώσει για περισσότερο από ένα 12μηνο και έτσι οι συμβασιούχοι με εικονικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εφόσον συμπληρώνουν περισσότερο από ένα έτος  εργασίας να δικαιούνται τουλάχιστον αποζημίωση σε περίπτωση που λήγει η σύμβαση εργασίας τους, είτε αυτή είναι ορισμένου είτε είναι δήθεν αορίστου χρόνου. Ας απαλλαγούμε από τις περιβόητες συμβάσεις που υποκρύπτουν κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα κατά τρόπο ενιαίο που να αποτρέπει φαινόμενα καταστρατήγησης της νομοθεσίας ούτως ώστε να μη χρειάζεται να προστρέχουμε στο νόμο 2112/1920 για να ρυθμίζουμε προβλήματα του εικοστού πρώτου αιώνα…

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Από το ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον τρόπο εφαρμογής των έκτακτων μέτρων στην αγορά εργασίας ,

 Σύμφωνα με ιδιαίτερα χρηστικό ενιαίο κείμενο-οδηγό το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ για τον τρόπο εφαρμογής των έκτακτων και προσωρινών μέτρων στην αγορά εργασίας για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό διάδοσης του ιού:


  

1) Δικαιούται αποδοχές ο εργαζόμενος στην περίπτωση που ο εργοδότης κλείνει την επιχείρηση, με απόφαση της δημόσιας Αρχής;

Από το χρονικό σημείο επαναλειτουργίας της επιχείρησης και μετά, ο εργοδότης υποχρεούται να αποδέχεται τις πραγματικές και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου, διαφορετικά περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας και υποχρεούται να καταβάλει αποδοχές στον εργαζόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 656 του ΑΚ.

Το προσωρινό, λοιπόν, κλείσιμο των επιχειρήσεων, έπειτα από κρατική απόφαση, λόγω της επιδημίας του κορονοϊού, συνιστά ανωτέρα βία, εξαιτίας της οποίας ο εργοδότης αδυνατεί να αποδεχτεί τις υπηρεσίες των εργαζομένων και, συνεπώς, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποδοχών σε αυτούς για όσο χρονικό διάστημα παραμένει κλειστή η επιχείρηση, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, λόγω της παραπάνω ανωτέρας βίας.

Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες έκλεισαν, κατόπιν απόφασης της αρχής, δικαιούνται αποζημίωση ειδικού σκοπού, καθώς και ασφαλιστική κάλυψη, που καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις από 14.3.2020 και 20.3.2020 Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και στην ΚΥΑ 12998/232/2020.

2) Δικαιούται αποδοχές ο εργαζόμενος στην περίπτωση που ο εργοδότης αποφασίζει ο ίδιος να διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής του;

Εάν η απόφαση για το κλείσιμο μίας επιχείρησης λαμβάνεται από τον εργοδότη, τότε ο μισθός καταβάλλεται κανονικά στους εργαζόμενους. Ο εργαζόμενος, επομένως, έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό του στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανωτέρα βία.

Στην περίπτωση που ο εργοδότης αποφάσισε αρχικά ο ίδιος τη διακοπή της δραστηριότητάς του και, στη συνέχεια, ακολούθησε απόφαση της δημόσιας Αρχής, καταβάλλει τις αποδοχές στους εργαζόμενους για το χρονικό διάστημα, μέχρι την απόφαση της Αρχής.

3) Μπορεί ο εργοδότης να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να λάβει την κανονική του άδεια;

Ο εργοδότης δεν μπορεί να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να λάβει την κανονική του άδεια, καθότι ο χρόνος χορήγησης της άδειας καθορίζεται, εντός του ημερολογιακού έτους, με κοινή συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη.

Ειδικότερα, ο εργαζόμενος αιτείται την κανονική του άδεια -γραπτώς ή προφορικώς- και ο εργοδότης υποχρεούται να του την χορηγήσει εντός δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης. Οι μισοί δε τουλάχιστον από τους εργαζόμενους που δικαιούνται κανονική άδεια, θα πρέπει να λαμβάνουν την άδειά τους μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.

4) Μπορεί ο εργοδότης να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να τεθεί σε άδεια άνευ αποδοχών;

Ομοίως και για την άδεια άνευ αποδοχών, ο εργοδότης δεν δικαιούται να επιβάλει στον εργαζόμενο τη χορήγησή της. Η άδεια άνευ αποδοχών χορηγείται στον εργαζόμενο, μόνο κατόπιν αιτήματος του τελευταίου και έγκρισης αυτού (του αιτήματος) από τον εργοδότη και, επομένως, δεν νοείται υποχρεωτική χορήγηση από τον εργοδότη της άδειας άνευ αποδοχών.

Υπογραμμίζεται ότι άδειες άνευ αποδοχών που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων-εργοδοτών, των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ανασταλεί, με εντολή δημόσιας αρχής, αίρονται αυτοδικαίως από την ημέρα δημοσίευσης της ΥΑ (12998/232 ΦΕΚ 1078 ΤΕΥΧΟΣ Β, 28-3-2020). Οι συμβάσεις αυτών των εργαζομένων τελούν σε αναστολή και είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού.

Σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω, οι εργαζόμενοι δύνανται -προς διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων τους- να απευθύνονται στην Επιθεώρηση Εργασίας του τόπου της απασχόλησής τους, ζητώντας τη μεσολάβησή της για τη διευθέτηση της εργατικής διαφοράς.

5) Μπορεί ο εργοδότης να μετατρέψει τη σύμβαση εργασίας του εργαζομένου από πλήρους απασχόλησης σε μερικής;

Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση).

Αν η συμφωνία αυτή δεν καταρτιστεί εγγράφως ή δεν γνωστοποιηθεί εντός οκτώ ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του μισθωτού.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, για να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε μερικής, απαιτείται συμφωνία του εργαζομένου. Η νομοθεσία προβλέπει ότι, όταν η καταγγελία σύμβασης εργασίας (απόλυση) οφείλεται σε άρνηση του μισθωτού να αποδεχτεί την εργοδοτική πρόταση για μετατροπή της από πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης, η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Δικαίωμα παροχής έγκαιρης προστασίας στις απολύσεις

 

Με την απόφαση 6028/2008, το ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ δίκασε ασφαλιστικά μέτρα, που αφορούσαν προσωρινή επαναπρόσληψη [«επανατοποθέτηση»] εργαζόμενου, ώσπου να δικαστεί τελεσίδικα η υπόθεσή του. Παραστάθηκαν μεγάλα ονόματα του χώρου του εργατικού δικαίου και ειδικά από την πλευρά του εργοδότη [της μεγαλύτερης εταιρείας σεκιούριτυ, που έχει αναλάβει τη φύλαξη δικαστηρίων, το «βραχιολάκι» κλπ εκτός από το βασικό δικηγόρο της [καλό γνώστη του εργατικού δικαίου, έχω συγκρουστεί μαζί του στο ΣΕΠΕ και το ακροατήριο] προσέλαβε και κορυφαίο καθηγητή του εργατικού δικαίου. Με την απόφαση αυτή είχε απορριφθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με το σκεπτικό που παραθέτω ολόκληρο και κατά λέξη:







































Είναι φανερό ότι κάτι λάθος έκανε το … Σύνταγμα, που στο άρθρο 20 § 1 καθιερώνει την υποχρέωση του κράτους για παροχή  νομικής προστασίας γενικά, οπότε και έγκαιρης. Ομόφωνα θεωρία και πρόσφατη νομολογία τάσσονται υπέρ της άποψης ότι είναι θεμελιακό δικονομικό δικαίωμα, το δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας από τα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια και ότι το δικαίωμα αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην οριστική δικαστική προστασία, αλλά και στην παροχή έγκαιρης προσωρινής προστασίας.

Η προσωρινή παροχή έννομης προστασίας θεμελιώνεται στο Σύνταγμα μόνο όταν χωρίς αυτήν ο πολίτης παραμένει χωρίς αποτελεσματική έννομη προστασία όταν δηλαδή η τελική δικαστική προστασία έρχεται τόσο αργά ώστε να είναι χωρίς αξία για αυτούς τους οποίους αφορά.

Ο νομοθέτης δεν μπορεί να αποκλείσει ολόκληρα τμήματα του δικαίου οι από την παροχή προσωρινής έννομης προστασίας η δραστική πρόσβαση σε δικαστικό όργανο και η παροχή έννομης προστασίας από αυτό, είναι δύο δικαιώματα που παραβιάζονται όταν ο νόμος άμεσα ή έμμεσα ακόμη και δια της σιωπής του, απαγορεύει η δυσχεραίνει την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Έτσι στο «δίκιο του εργοδότη», που αναγκάζεται να προσλάβει έναν εργαζόμενο που απέλυσε, αντιπαρατίθεται το «δίκιο του εργαζόμενου», που απολύθηκε άδικα και μετά 3-4 χρόνια, όταν τυχόν τελεσιδικήσει η απόφαση που θα τον δικαιώνει, αυτό θα είναι δώρο-άδωρο. Ειδικά μάλιστα στην περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε με δήθεν «οικειοθελή αποχώρηση», τότε ούτε επίδομα ανεργίας δεν δικαιούται να πάρει, ούτε αποζημίωση απόλυσης και οι περιπτώσεις αυτές έχουν αυξηθεί υπέρμετρα το τελευταίο διάστημα.

Τα δικαστήριά μας –και σωστά- ρυθμίζουν προσωρινά καταστάσεις, όπου ενισχύουν τη θέση της μίας πλευράς έναντι της άλλης, για πολλά χρόνια, ώσπου να κριθούν τελεσίδικα. Έτσι π.χ. παραχωρούν στη σύζυγο, το δικαίωμα χρήσης του ΙΧΕ αυτοκινήτου που ανήκει στο σύζυγο, για να μεταφέρει τα ανήλικα τέκνα της στο σχολείο κλπ. ακόμη και αν δεν έχει δίπλωμα οδήγησης και πάντως πριν το αποκτήσει, οπότε νόμιμα δεν θα είχε δικαίωμα να οδηγήσει το ΙΧ όταν δικάζονται τα ασφαλιστικά μέτρα. Δεν διανοήθηκε κανείς να αμφισβητήσει ότι σε μία τέτοια περίπτωση, η σύζυγος είχε το δικαίωμα να ζητήσει τη χρήση του αυτοκινήτου, γιατί τάχα έτσι θα απολάμβανε δικαίωμα που έπρεπε να κριθεί με ριστική απόφαση, όταν μάλιστα ο σύζυγος, θα επιβαρύνεται με τεκμήριο, τέλη κυκλοφορίας, πρόστιμα, ΚΤΕΟ κλπ.

Τι είναι άραγε αυτό που κάνει το εργατικό δίκαιο, τόσο δυσμενώς … προνομιούχο, ώστε εκεί ο εργοδότης, που απέλυσε με ψευδή καταμήνυση ή οικειοθελή αποχώρηση έναν εργαζόμενο, να τον αποστερήσει μισθού, επιδόματος ανεργίας και αποζημίωσης για κάμποσα χρόνια, ώσπου να βγει τελεσίδικη απόφαση και γιατί άραγε να μην απολύσουν όλοι οι εργοδότες τους … ενοχλητικούς συνδικαλιστές τους, ότι δήθεν τους συκοφάντησαν ή τους εξύβρισαν π.χ. χαρακτηρίζοντάς τους ως «εκμεταλλευτές» χωρίς αποζημίωση κλπ. για κάμποσα χρονάκια κι έχει ο θεός [της εκμετάλλευσης]…  

Εργοδοτικό εργατικό δίκαιο

 


Δίχως την παραμικρή αμφιβολία ο κλάδος του δίκαιου που επιδέχεται μέσα από τη νομοθεσία αλλά κυρία μέσα από την νομολογία τις πιο αντιφατικές ταξικές ερμηνείες όρων που είναι ηθελημένα ασαφείς είτε είναι σαφείς αλλά αυτό δεν είναι βολικό για τους ταξικούς ερμηνευτές τους.
Αποτελεί καθήκον του Νομικού με την έννοια του επιστήμονα που δεν πιστεύει ότι η επιστήμη γενικά, η νομική επιστήμη ειδικά και ειδικότερα η επιστήμη του εργατικού δικαίου είναι αντικειμενική, να αποκαλύπτει και να μην αφήνει να υφίσταται συγκαλυμμένες ταξικές εργοδοτικές ερμηνείες του εργατικού δικαίου που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το υπόλοιπο -αστικό κατά τα άλλα δίκαιο- και συνεπώς είναι άδικες και παράνομες, δίνοντας μερικές φορές ακόμη και εξωφρενικές απαντήσεις σε ερωτήματα που θέλει η πραγματικότητα ακόμη και στα πιο απλά.
Έτσι θα ακολουθήσει σειρά άρθρων -όχι συνεχόμενα- που θα επιχειρούν να αποκαλύπτουν ακριβώς αυτές τις λαθροχειρίες του εργοδοτικού εργατικού δικαίου.
Μακριά από εμένα να αποδώσω κάποια «προλεταριακής υφής» ερμηνεία του αστικού εργατικού δικαίου. Η ταξικότητα του εργατικού δικαίου στον καπιταλισμό είναι δεδομένη, ανεξάρτητα όμως από αυτό οι ειδικότεροι όροι της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας δεν είναι καθόλου δεδομένοι, είναι αποτέλεσμα ταξικών συσχετισμών και συγκρούσεων και πολλές φορές η «συνθήκη ειρήνης» που υπογράφεται μεταξύ των αντιμαχόμενων τάξεων και γράφεται από το κράτος τους επιστήμονες και καλείται να εφαρμοστεί από τα δικαστήρια, έχει ένα περιεχόμενο, το οποίο πολλές φορές δεν αποδίδει το νόημα των όσων συμφωνήθηκαν και παραχωρήθηκαν στον κόσμο της εργασίας αλλά συμπράττει συνειδητά σε μία λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένη προσπάθεια ανάκλησης αυτού που χορηγήθηκε ή έστω αν θέλετε παραχωρήθηκε μέσα από ψευδοερμηνείες ψευδοεπιστημονικές μπαγαποντιές και γενικά θεωρητικές αλχημείες και κατασκευές που δεν αντέχουν ούτε καν στην κοινή λογική.
Στην κοινή λογική λοιπόν θα παραδίδω με απλά λόγια αυτού του είδους τις περίεργες ταξικές παρερμηνείες του εργατικού δικαίου θεωρώντας ότι έτσι θα βοηθήσω στην αποκάλυψη του ταξικού και πολιτικού τους χαρακτήρα της ρευστότητας που καθορίζει η ταξική πάλη και της ανάγκης να ξεκαθαριστούν τα πράγματα ακόμη και για λόγους ασφάλειας δικαίου που σημαίνει σε τελευταία ανάλυση διαφάνεια για τους εργαζόμενους στους οποίους το εργατικό εισόδημα αποτελεί τη μοναδική ή τη βασική πηγή εισοδημάτων για την επιβίωση των ίδιων και της οικογένειάς τους.
Αντιλαμβάνομαι απολύτως ότι η κυρία αντίθεση μπορεί να είναι ακριβώς από αυτούς τους ψευδοερμηνευτές του εργατικού δικαίου, ωστόσο αντιλαμβάνομαι -αν και δεν δικαιολογώ- μία άλλης μορφής «επαναστατική» αντίρρηση η οποία θα θεωρούσε τον καπιταλισμό και την ταξική πάλη σαν κάτι το ακίνητο και αναλλοίωτο στο χρόνο, όπου η μόνη ελπίδα θα ήταν η προλεταριακή επανάσταση. Συμπαθής βεβαίως η άποψη, όμως όλοι λίγο ως πολύ έχουμε αντιληφθεί ότι αυτή η προλεταριακή αντίληψη για το εργατικό δίκαιο όπου εφαρμόστηκε δεν ήταν καθόλου καλύτερη για τη ζωή των εργαζομένων οι οποίοι πίστεψαν στην επανάσταση την πάλεψαν και την πέτυχαν. Ακόμη χειρότερα όμως η αφετηρία αυτής της άποψης είναι τελείως αντιδιαλεκτική. Το να πιστεύει κανείς ότι όλα μέσα στον καπιταλισμό είναι εντελώς αναλλοίωτα και αμετάβλητα, είναι ένα σίγουρο λάθος. Ο κόσμος αλλάζει, οι ιδέες επίσης, οι θεωρίες, τα μοντέλα, οι ρυθμίσεις, ακόμη και οι αυτοματισμοί…

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Τηλεργασία

Επειδή κάτι ακούστηκε [Ι. Βρούτσης] για νέο πλαίσιο ρύθμισης τηλεργασίας
ας θυμηθούμε το ... παλιό.

Ν. 3846/2010
Άρθρο 5
Τηλεργασία
1. Ο εργοδότης όταν καταρτίζει σύμβαση εργασίας για τηλεργασία, υποχρεούται να παραδίδει γραπτώς στον εργαζόμενο, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες, το σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στην εκτέλεση της εργασίας και ειδικότερα ως προς την ιεραρχική σύνδεση με τους προϊσταμένους του στην επιχείρηση, τα λεπτομερή καθήκοντά του, τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, τον τρόπο μέτρησης του χρόνου εργασίας, την αποκατάσταση του κόστους που προκαλείται από την παροχή της (τηλεπικοινωνίες, εξοπλισμός, βλάβες συσκευών κ.λπ.). Αν στη σύμβαση περιέχεται συμφωνία για τηλεετοιμότητα ορίζονται τα χρονικά της όρια και οι προθεσμίες ανταπόκρισης του μισθωτού.
2. Αν κανονική εργασία μετατρέπεται σε τηλεργασία, καθορίζεται στη συμφωνία αυτή μια περίοδος προσαρμογής τριών (3) μηνών, κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη, μετά από τήρηση προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, μπορεί να θέσει τέλος στην τηλεργασία και ο μισθωτός να επιστρέψει στην εργασία του σε αντίστοιχη θέση με αυτήν που κατείχε.
3. Ο εργοδότης αναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση το κόστος που προκαλείται στον μισθωτό από τη μορφή αυτή εργασίας και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών.
Παρέχει στον μισθωτό τεχνική υποστήριξη για την παροχή της εργασίας του και αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τις δαπάνες επισκευής των συσκευών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεσή της ή να τις αντικαταστήσει σε περίπτωση βλάβης. Η υποχρέωση αυτή αφορά και στις συσκευές που ανήκουν στον μισθωτό, εκτός εάν στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται διαφορετικά. Στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται ο τρόπος χρηματικής αποκατάστασης εκ μέρους του εργοδότη της χρησιμοποίησης του οικιακού χώρου εργασίας του μισθωτού. Με συλλογικές συμβάσεις προσδιορίζονται επίσης ειδικότερα πλαίσια για τη ρύθμιση του ίδιου ζητήματος.
4. Ο εργοδότης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, πληροφορεί γραπτώς τον τηλεργαζόμενο για το πρόσωπο και για τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων του προσωπικού στην επιχείρηση.

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Το δικαίωμα συνάθροισης στον καιρό του COVID-19.


Δοκιμάζεται και σήμερα η λειτουργία των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Δοκιμάζεται στο πεζοδρόμιο!
Η ΠΟΘΑ καλεί σε συγκέντρωση και πορεία, με κάθε πρόνοια για να μη διασπείρουμε τον COVID. Αυτό είναι πράξη ευθύνης!
Το δικαίωμα συναθροίσεων για διεκδίκηση κοινωνικών δικαιωμάτων, είναι αναφαίρετο αρκεί να μην ασκείται με τρόπο που να πλήττει τη ζωή και την υγεία των συναθροιζόμενων.
Κατά το άρθρο 11: (Δικαίωμα του συνέρχεσθαι)
1. Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.
2. Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.

Σε περίπτωση πολέμου [...κανονικού] ή δικτατορίας τα συνταγματικά δικαιώματα δέχονται τα πρώτα πλήγματα. Μόνο τότε!
Η κυβέρνηση έκανε νομοσχέδιο για τον περιορισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ολοκλήρωσε τη συνοπτική, τυπική διαβούλευση, αλλά το κράτησε στο συρτάρι, μολονότι πέρασαν έκτοτε από τη Βουλή νομοσχέδια του Υπ. Δικαιοσύνης, μάλλον εξ αιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε.
Η κυβέρνηση αυτή σε πρώτη φάση δεν έδειξε καμία ευαισθησία στο θέμα της άσκησης κοινωνικών δικαιωμάτων.
Δεν υπήρχε «κωδικός 7» για τους συνδικαλιστές των κλάδων που συνέχιζαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη λειτουργία τους.
Οι γιατροί στα μπαλκόνια χειροκροτήθηκαν, αλλά δεν τους έσωζε το χειροκρότημα στα νοσοκομεία που αναγκάζονταν «εν γνώσει τους» να εργάζονται με κίνδυνο της υγείας τους. Όταν βγήκαν στο δρόμο, αγνοήθηκαν από ΜΜΕ και κυβέρνηση, όταν δεν κατηγορήθηκαν...
Στις ταχυμεταφορές βάλανε ΤΑΞΙ να κάνουν ταχυμεταφορές σε μαύρη εργασία, ανασφάλιστα και αφορολόγητα και από την άλλη ο "πατριάρχης" του χώρου φέσωσε τους πελάτες με πρόσθετη χρέωση, αλλά την ανακάλεσε λόγω άγριας κατακραυγής. Φυσικά ούτε λόγος να πάρουν μιά ενίσχυση [σαν επίδομα έκτακτα παρεχόμενης ανθυγιεινής εργασίας].  Οι ταχυμεταφορείς προσλήφθηκαν και αμείβονταν για εργασία υγειονομικά ασφαλή και όργωναν τους δρόμους εν μέσω καραντίνας. Τα μέτρα πρόληψης στην καλύτερη περίπτωση μείωναν τον κίνδυνο να μολυνθούν δεν το εξάλειφαν. Η εργασία τους έγινε ανθυγιεινή, ενώ πριν δεν ήταν.
Στις τράπεζες πήραν φωτιά οι κάρτες και οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και φυσικά τα τηλεφωνικά κέντρα για να εξυπηρετήσουν άτομα που δεν είχαν ιδιαίτερη εμπειρία ηλεκτρονικών συναλλαγών και δεν ήθελαν να στήνονται στις ουρές. Οι εργαζόμενοι στους εργολάβους των call center έγιναν μαζικά τα πρώτα πειραματόζωα της τηλεργασίας, σε έδαφος αρρύθμιστο, χωρίς δικαίωμα επιλογής, "αποσύνδεσης" με διαθεσιμότητα πέρα του ωραρίου τους κλπ.
Οι εργαζόμενοι στο χώρο του πολιτισμού, έλαβαν … μητρώο αντί οικονομικής ενίσχυσης. Το μητρώο που δεν έγινε ποτέ και είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει, επιστρατεύθηκε σαν προϋπόθεση επιδότησης. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, αλλά η δικαιολογία δεν είναι σοβαρή. Η πολιτεία έχει υποχρέωση να στηρίξει όσους έπληξε η κρίση γενικά και τους ασθενέστερους οικονομικά κατά απόλυτη προτεραιότητα. Αν η πολιτεία "ξέχασε" αυτή της την υποχρέωση, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα "υπενθύμισης".