Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Απόλυση για οικονομοτεχνικούς λόγους


ΟΡΙΣΜΟΣ: Αφορά κάθε περίπτωση αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχείρησης ή η μείωση του προσωπικού για οικονομικούς λόγους, συνηθέστερα λόγω οικονομικών δυσχερειών της επιχείρησης.
Η απόφαση με ποιόν τρόπο θα επιδιώξει ο εργοδότης να ανταπεξέλθει σε διαφαινόμενη οικονομική κρίση και σε ποια έκταση θα προβεί σε απολύσεις, είναι πρακτικά δικαστηριακά ανέλεγκτη, αφού ανάγεται στο σκληρό πυρήνα του διευθυντικού δικαιώματος. Υπό την έννοια αυτή ο εργοδότης είναι και αποκλειστικά υπαίτιος των επιλογών του, του χρόνου που θα τις λάβει και των εναλλακτικών λύσεων που θα απορρίψει.
Ελέγχεται, όμως:
·                    Αν η απόλυση  συγκεκριμένου εργαζομένου, αποτελεί το έσχατο μέσο αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχειρήσεως ή μήπως η συγκεκριμένη επιλογή υπερβαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό το μέτρο που επιβάλει ο κοινωνικός χαρακτήρας του διευθυντικού δικαιώματος.
·                   Αν ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου,  προέκυψε με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Ο έλεγχος αυτός είναι πέρα κι έξω από τον έλεγχο των ομαδικών απολύσεων κι έχει πρακτικό νόημα όταν οι μαζικές απολύσεις δεν εμπίπτουν στα όρια των ομαδικών απολύσεων:
α) Μέχρι 6 εργαζόμενους, προκειμένου για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που στην αρχή του μήνα απασχολούν από 20 έως 150 εργαζόμενους και β) Σε ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι  30 εργαζόμενους για τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 150 εργαζόμενους. Για να προσδιοριστεί ο αριθμός του προσωπικού λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του προσωπικού τόσο στο κεντρικό όσο και στα τυχόν υποκαταστήματα. Αφορά  επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους. Εξαιρούνται όσοι εργάζονται με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση που συνδέεται με την εκτέλεση ορισμένου έργου ή συγκεκριμένων εργασιών αυτού,  εκτός αν η απόλυση γίνει προτού να λήξει η σύμβαση εργασίας ή προτού να αποπερατωθεί το έργο.
Κριτήρια επιλογής απολυτέου
Ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη ικανότητος, προσόντων και υπηρεσιακής απόδοσης, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασης κάθε εργαζόμενου και της δυνατότητας εξεύρεσης άλλης εργασίας ή ακόμη να προτείνει στον εργαζόμενο που πρόκειται να απολύσει, την απασχόλησή του σε άλλη θέση έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρηση και ο υπό απόλυση εργαζόμενος είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτήν. 
Με εφαρμογή αυτών των κριτήριων πήρε θέση  ο Άρειος Πάγος σε μια ενδιαφέρουσα απόφασή του, όπου δέχθηκε ότι η απόλυσή μιάς εργαζόμενης δεν έγινε με αντικειμενικά κριτήρια με το εξής σκεπτικό:
«Με τα δεδομένα αυτά, η αναιρεσίβλητη είναι αρχαιότερη και μεγαλύτερης ηλικίας των άνω εργαζομένων, που διατηρήθηκαν σε όμοια μ' αυτή θέσεις εργασίας και είχε περισσότερα οικονομικά βάρη ως έγγαμη και μητέρα ενός τέκνου που σπούδαζε. Αυτές είχαν προβάδισμα ως προς τα τυπικά προσόντα, τούτο όμως αντισταθμίζεται από την καταφανή υπεροχή της αναιρεσίβλητης στα οικογενειακά βάρη και την ηλικία ως και την εμπειρία αυτής στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή με γνώσεις προγραμματισμού ακόμη και μετά την εγκατάσταση του ως άνω του συστήματος SAP, ενώ παράλληλα διέθετε και μακρόχρονη εμπειρία σε συνήθη καθήκοντα υπαλλήλου γραφείου και βοηθού λογιστού.
Ακόμη η ως άνω αρχαιότητά της (33 ετών σε αντίθεση με τις παραπάνω που είχαν προϋπηρεσία 3 και 4 ετών αντίστοιχα) θεμελιώνει και ενισχύει το "δικαίωμα στη θέση εργασίας" στην προστασία και διαφύλαξη του οποίου, ως μέσου βιοπορισμού και ανάπτυξης της επαγγελματικής και πρoσωπικής υπόστασης του μισθωτού, στοχεύουν τόσο οι νομοθετικοί όσο οι νομολογιακοί περιορισμοί της καταγγελίας. Η απόδοση, εξάλλου της αναιρεσίβλητης στην εργασία της ήταν άκρως ικανοποιητική και ίδια μ' αυτή των άνω εργαζομένων που διατηρήθηκαν. Επίσης αποδείχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη ουδέποτε απασχόλησε για πειθαρχικά παραπτώματα την αναιρεσείουσα ούτε αρνήθηκε υπηρεσία που αυτή της ανέθεσε και ουδέποτε απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία της.»
Τα «κακά νέα»
Από την άλλη πλευρά όμως, δεν υπάρχει κανένας φραγμός ή περιορισμός ώστε να αποτραπεί η απόλυση, ακόμα και αν γίνεται λίγο πριν από τη συνταξιοδότηση του εργαζόμενου (σε συγκεκριμένη υπόθεση ήταν 20 μήνες πριν από τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος), εφόσον ο εργαζόμενος υπολείπεται άλλων συναδέλφων του σε αρχαιότητα ή οικογενειακά βάρη.
Όπως αναφέρθηκε ο εργοδότης μπορεί να προτείνει άλλη χειρότερη θέση σε κάποιο εργαζόμενο. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει εξαίρεση από την απαγόρευση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής και αν αρνηθεί ο εργαζόμενος αυτή τη νέα θέση, η απόλυσή του θεωρείται απρόσβλητη και μη καταχρηστική για τους λόγους που εξετάζουμε εδώ.
Πρακτικά οι εργοδότες για να αποφεύγουν τέτοιους σκοπέλους, κάνουν προγράμματα εθελούσιας εξόδου με πρόσθετη αποζημίωση, ώστε να συμφωνήσουν οι εργαζόμενοι να απολυθούν, οπότε θέμα καταχρηστικότητας απόλυσης δεν τίθεται.
Διαδικασία ελέγχου
Αντίθετα από ότι ισχύει στις ομαδικές απολύσεις, στις περικοπές προσωπικού που εξετάζουμε εδώ, δεν προβλέπεται συγκεκριμένος συνδικαλιστικός έλεγχος με υποχρεωτικότητα για τον εργοδότη, ούτε καν διαβούλευση, οπότε ο έλεγχος θεσμικά επαφίεται στο ΣΕΠΕ στα πλαίσια εργατικών διαφορών και τελικά στα δικαστήρια, που φυσικά αργούν πολύ να δώσουν λύση και αν δεχθούν καταχρηστικότητα ο εργοδότης θα πληρώσει μισθούς υπερημερίας για μεγάλο διάστημα. Από την άλλη πλευρά ο θεσμικός έλεγχος αναπόφευκτα περιορίζεται σε προσωπικές συγκρίσεις κι επιλογές με δυσάρεστες εμπλοκές κι ενδεχομένως συμπλοκές, αφού οι ευνοημένοι είναι πιθανότατα «τσιράκια της εργοδοσίας» ή πάντως έτσι αντιμετωπίζονται!
Ιδεολογικό πλαίσιο
Είναι αυτονόητη υποχρέωση του συνδικάτου και ιδιαίτερα του επιχειρησιακού σωματείου να παρέμβει και να αποτρέψει μια διαδικασία σε αναδιαρθρώσεις όπου ο εργοδότης επιλέγει οριζόντια να απολύσει το προσωπικό με τις υψηλότερες αποδοχές, αφού η γενίκευση αυτής της πρακτικής θα κατέβαζε σταδιακά τις αποδοχές του συνόλου των εργαζόμενων στο βασικό, άνευ επιδομάτων κλπ.
Ουσιαστικά το ζήτημα πρέπει να ξεκινάει από την εξέταση του αναπότρεπτου των απολύσεων, ολικά ή μερικά και φυσικά αν ο εργοδότης από την μία πόρτα απολύει και από την άλλη πόρτα προσλαμβάνει, τότε το συνδικάτο πρέπει να επιδιώξει να κλείσει η πόρτα των απολύσεων.
Αν οι απολύσεις είναι αναπότρεπτες, πρέπει να επιδιώκεται η συμφωνία εθελούσιας εξόδου και κύρια η απόλυση του προσωπικού που με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά, θα μπορεί ευκολότερα να επανεισέλθει στην αγορά εργασίας.
Όλα αυτά μπορεί να αποτελέσουν αφετηρία εργατικού ελέγχου, που μολονότι δεν υπερβαίνουν τον ορίζοντα της αστικής κανονικότητας, περιέχουν ψήγματα εργατικής εξουσίας, κοινωνικού ελέγχου και φυσικά είναι μονόδρομος για ένα συνδικάτο που επιδιώκει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μελών του, αντί του εύκολου καταγγελτικού λόγου κατά του συστήματος και της «κακούργας κοινωνίας»…

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Προστασία καταναλωτή.


Με τις διατάξεις του άρθρου 6 και 7 του Ν.2251/1994 θεσπίζεται μίνι κώδικας προστασίας του καταναλωτή:

Άρθρο 6 - Ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα
1. Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του.
2. Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα. Προϊόντα με την έννοια αυτού του άρθρου θεωρούνται και τα κινητά πράγματα που ενσωματώθηκαν ως συστατικά σε άλλα πράγματα κινητά ή ακίνητα. Προϊόντα θεωρούνται επίσης οι φυσικές δυνάμεις, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο.
3. Όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός.
4. Όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θεωρείται για την εφαρμογή του νόμου αυτού παραγωγός, εκτός αν μέσα σε εύλογο χρόνο ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν. Το ίδιο ισχύει και για τον προμηθευτή προϊόντων εισαγωγής, όταν η ταυτότητα του εισαγωγέα είναι άγνωστη, έστω και αν η ταυτότητα του παραγωγού είναι γνωστή
5. Ελαττωματικό, είναι το προϊόν το οποίο δεν παρέχει την προβλεπόμενη απόδοση σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ή και την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών και, ιδίως, της εξωτερικής εμφάνισής του, της αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Δεν είναι ελαττωματικό ένα προϊόν για μόνο το λόγο ότι μεταγενέστερα τέθηκε σε κυκλοφορία άλλο τελειότερο.
6. Στη ζημία της παραγράφου 1 περιλαμβάνεται : α) η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης, β) η βλάβη ή η καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το ελαττωματικό προϊόν, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος χρήσης των περιβαλλοντικών αγαθών, εφόσον η ζημία από τη βλάβη ή την καταστροφή τους υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, και υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τη φύση τους προορίζονταν και πραγματικά χρησιμοποιήθηκαν από το ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση.
7. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
8. Ο παραγωγός δεν ευθύνεται αν αποδείξει ότι:
α) δεν έθεσε το προϊόν σε κυκλοφορία,
β) το ελάττωμα δεν υπήρχε όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία,
γ) δεν κατασκεύασε το προϊόν αποβλέποντας στη διανομή του και δεν το διένειμε στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας,
δ) το ελάττωμα οφείλεται στο γεγονός ότι το προϊόν κατασκευάστηκε σύμφωνα με κανόνες αναγκαστικού δικαίου
ε) όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, το επίπεδο επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν επέτρεπε τη διαπίστωση του ελαττώματος.
9. Ο παραγωγός συστατικού δεν ευθύνεται και αν αποδείξει ότι το ελάττωμα οφείλεται στο σχεδιασμό του προϊόντος στο οποίο το συστατικό έχει ενσωματωθεί ή στις οδηγίες που παρέσχε ο κατασκευαστής του προϊόντος, οπότε παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του προϊόντος στο οποίο ενσωματώθηκε το συστατικό.
10. Εάν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζημία, τα πρόσωπα αυτά υπέχουν εις ολόκληρον ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος και έχουν δικαίωμα αναγωγής μεταξύ τους ανάλογα με την συμμετοχή του καθενός στην επέλευση της ζημίας.
11. Η ευθύνη του παραγωγού δεν μειώνεται αν η ζημία οφείλεται σωρευτικώς, τόσο σε ελάττωμα του προϊόντος, όσο και σε πράξη ή παράλειψη τρίτου, εκτός εάν συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος ή προσώπου για το οποίο ευθύνεται ο ζημιωθείς.
12. Κάθε συμφωνία περιορισμού ή απαλλαγής του παραγωγού από την ευθύνη του είναι άκυρη.
13. Οι αξιώσεις κατά του παραγωγού για ζημίες παραγράφονται μετά τριετία αφότου ο ζημιωθείς πληροφορήθηκε ή όφειλε να πληροφορηθεί τη ζημία, το ελάττωμα και την ταυτότητα του παραγωγού. Μετά δεκαετία από την κυκλοφορία του συγκεκριμένου προϊόντος επέρχεται απόσβεση των δικαιωμάτων του ζημιωθέντος κατά του παραγωγού.
Άρθρο 7 - Υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών
1. Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, προμηθευτής είναι και ο παραγωγός καταναλωτικού προϊόντος κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 6, ο αντιπρόσωπός του, ο εισαγωγέας καταναλωτικού προϊόντος σε κράτος μέλος της Ε.Ε. και κάθε επαγγελματίας που συμμετέχει στην αλυσίδα εφοδιασμού της αγοράς καταναλωτικού προϊόντος και μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά της ασφάλειάς του, καθώς και ο διανομέας.
2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, προϊόν είναι κάθε προϊόν που προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές, ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς, και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινούργιες είτε μεταχειρισμένο ή ανασκευασμένο. Δεν αποτελούν προϊόντα κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου τα μεταχειρισμένα προϊόντα που διατίθενται ως αντίκες ή ως προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανασκευαστούν πριν από τη χρήση τους, εφόσον ο προμηθευτής ενημερώνει σχετικώς το πρόσωπο στο οποίο προμηθεύει το προϊόν.
3. Ασφαλές, θεωρείται το προϊόν το οποίο, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειάς της και της θέσης αυτού σε λειτουργία, της εγκατάστασής του και των αναγκών συντήρησής του, ή δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή παρουσιάζει κινδύνους ήσσονος σημασίας, που είναι συνυφασμένοι με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των ακόλουθων στοιχείων:
α) των χαρακτηριστικών του προϊόντος, και ιδίως της σύνθεσης, της συσκευασίας, των οδηγιών συναρμολόγησης, της εγκατάστασης και της συντήρησής του·
β) των επιπτώσεων που έχει το προϊόν σε άλλα προϊόντα, εφόσον, ευλόγως, μπορεί να προβλεφθεί ότι το προϊόν αυτό θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα·
γ) της παρουσίασης του προϊόντος, της επισήμανσής του, των προειδοποιήσεων κινδύνου και των οδηγιών χρήσης και διάθεσής του, καθώς και κάθε άλλης οδηγίας ή πληροφορίας σχετικής με το προϊόν·
δ) των κατηγοριών καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω της χρησιμοποίησης του προϊόντος, ιδίως των ανηλίκων και των ηλικιωμένων.
4. Η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου βαθμού ασφάλειας ή προμήθειας άλλων προϊόντων, χαμηλότερης επικινδυνότητας, δεν συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως μη ασφαλούς ή επικινδύνου.
5. Οι προμηθευτές οφείλουν, όταν διαθέτουν τα προϊόντα τους, να συμμορφώνονται με τους κανόνες του κοινοτικού και ελληνικού δικαίου, τα πρότυπα που έχουν θεσπισθεί για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αξιολόγηση της ασφάλειας προϊόντος, τους κώδικες ορθής πρακτικής και δεοντολογίας που ισχύουν σε ένα συγκεκριμένο τομέα και τις υφιστάμενες γνώσεις και τεχνικές για την ασφάλεια, την οποία δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ή κοινή απόφαση αυτού και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, καθορίζονται τα στοιχεία αναφοράς των προτύπων που ισχύουν στην Ελλάδα ανά κατηγορία προϊόντων και κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια για την τήρηση της γενικής επιταγής ασφάλειας των προϊόντων, κατά τις σχετικές διατάξεις της κοινής υπουργικής απόφασης υπ΄ αριθμ. Ζ3/2810/2004 (ΦΕΚ 1885Β΄) . Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι διαδικασίες ελέγχου, δειγματοληψίας, εργαστηριακών εξετάσεων των προϊόντων και τα περιοριστικά μέτρα σχετικά με τη διάθεση αυτών, καταρτίζεται κατάλογος εργαστηρίων εξέτασης δειγμάτων και φορέων πιστοποίησης προϊόντων και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια.
6. Προϊόντα τα οποία, όταν χρησιμοποιούνται σε συνθήκες κανονικές ή δυνάμενες να προβλεφθούν, παρουσιάζουν ή ενδέχεται να παρουσιάσουν σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των καταναλωτών, ανακαλούνται, αποσύρονται ή δεσμεύονται προληπτικώς από την, κατά περίπτωση, αρμόδια αρχή. Η διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις ανάκλησης, απόσυρσης, διάθεσης υπό όρους, αποδέσμευσης, καταστροφής, και γενικά η τύχη των προϊόντων αυτών και κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια, ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ή κοινή απόφαση αυτού και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού .
    Τα μέτρα του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και σε προϊόντα τα οποία, παρότι ανταποκρίνονται στα κριτήρια της γενικής επιταγής ασφαλείας κατά τις διατάξεις της κοινής υπουργικής απόφασης υπ΄ αριθμ. Ζ3-2810/2004, παρουσιάζουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών.
7. Οι παραγωγοί, στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους κατά την παράγραφο 1, οφείλουν:
   α) να παρέχουν στον καταναλωτή τις κατάλληλες πληροφορίες στην ελληνική γλώσσα με τις οποίες μπορεί να αξιολογήσει τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει το προϊόν κατά τη διάρκεια της συνήθους ή ευλόγως προβλέψιμης χρήσης του, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν γίνονται αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση,
  β) να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, με σκοπό να ενημερώνονται οι καταναλωτές για τους κινδύνους που ενδεχομένως παρουσιάζουν τα προϊόντα τους και, εάν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων, να προβαίνουν στις ενδεικνυόμενες ενέργειες, όπως στην επαρκή και αποτελεσματική προειδοποίηση των καταναλωτών, στην απόσυρση ή ανάκληση από την αγορά των προϊόντων, ή στην επιστροφή τους από τους καταναλωτές. Στις ενέργειες αυτές προβαίνουν, είτε αυτοβούλως, είτε μετά από αίτηση των αρμόδιων αρχών.
    Η ανάκληση των προϊόντων πραγματοποιείται εάν οι παραγωγοί την κρίνουν αναγκαία ή επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή, εφόσον οι λοιπές ενέργειες δεν επαρκούν για την πρόληψη των ενδεχόμενων κινδύνων.
8. Οι διανομείς, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, υποχρεούνται να συμβάλλουν στην τήρηση των απαιτήσεων για τη διάθεση ασφαλών προϊόντων, καταβάλλοντας κάθε επιμέλεια, ιδίως παραλείποντας να προμηθεύουν προϊόντα, για τα οποία γνωρίζουν ή όφειλαν να γνωρίζουν, από τις πληροφορίες που διαθέτουν και την επαγγελματική τους πείρα, ότι δεν ανταποκρίνονται προς τις απαιτήσεις αυτές.
Η απόδειξη της έλλειψης γνώσης βαρύνει τους διανομείς.
Οι διανομείς οφείλουν να συμμετέχουν στην διαδικασία παρακολούθησης της ασφάλειας των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά και να συνεργάζονται, για τον σκοπό αυτό, με τους παραγωγούς και τις αρμόδιες αρχές, διαβιβάζοντας ιδίως πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους των προϊόντων και παρέχοντας τα αναγκαία έγγραφα για τον εντοπισμό της προέλευσης αυτών.
9. Σε περίπτωση που οι προμηθευτές γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, από πληροφορίες που διαθέτουν και την επαγγελματική τους πείρα, ότι προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά παρουσιάζει κινδύνους για τον καταναλωτή που είναι ασυμβίβαστοι με τις απαιτήσεις ασφάλειας, οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και κάθε άλλη αρμόδια αρχή, για την πρόληψη των κινδύνων αυτών.
10. Οι προμηθευτές υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές, μετά από αίτηση αυτών, για την υλοποίηση μέτρων αποτροπής των κινδύνων που παρουσιάζουν προϊόντα τα οποία προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει στους καταναλωτές.
11. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού, ορίζονται οι αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των προϊόντων με τις απαιτήσεις ασφάλειάς τους και καθορίζονται οι σχετικές αρμοδιότητές τους, η συνεργασία μεταξύ τους και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών της Ε.Ε, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι κυρώσεις και η διαδικασία επιβολής τους για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
12. Οι αποφάσεις της παραγράφου 6 κοινοποιούνται, επί αποδείξει, στον ενδιαφερόμενο. Κατά των αποφάσεων αυτών επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Ο Υπουργός Ανάπτυξης αποφαίνεται επί της προσφυγής εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την άσκησή της.
13. Δημόσιες υπηρεσίες και αρχές οι οποίες, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, διαπιστώνουν την ύπαρξη μη ασφαλών ή επικινδύνων προϊόντων, υποχρεούνται να διαβιβάζουν αμέσως τα σχετικά στοιχεία στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.
14. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται ειδικές ρυθμίσεις της κείμενης νομοθεσίας που αφορούν συγκεκριμένα είδη ή κατηγορίες προϊόντων.