Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Θα τελειώσει άραγε πότε η ομηρία των συμβασιούχων;

 

Μετά από ένα εύστοχο ερώτημα που διατύπωσε το Πρωτοδικείο Λασιθίου, δόθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση Δ.Ε.Ε. της 11.2.2021 στην υπόθεση C-760/18, ΜΒ κ.λπ.) ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα που αποτελούσε το ανάχωμα που έπρεπε να υπερπηδήσουν οι συμβασιούχοι του δημόσιου τομέα και που οδηγούσε σε απόρριψη των αγωγών που διεκδικούσαν σύμβαση αορίστου χρόνου. Το εμπόδιο αυτό προέκυψε από το άρθρο 103 παράγραφος 8 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μέχρι και σήμερα, με βάση το οποίο,  ανεξάρτητα από το αν οι συμβασιούχοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες ακόμη και μετά από δεκαετίες που εργάζονταν στην ίδια θέση εργασίας με ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένουμ το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει ότι αυτή ακριβώς η ομηρία υπέκρυπτε μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. 

Προσοχή σύμβαση αορίστου χρόνου δεν σημαίνει μονιμοποίηση: 

Η μονιμοποίηση προϋποθέτει ύπαρξη οργανικής θέσης και κάλυψη της μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες οι οποίες δυστυχώς όλο και πιο σπάνια ακολουθούνται και έτσι την ιδιότητα του μόνιμου υπαλλήλου αποκτούν ελάχιστοι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα με τη στενή έννοια του όρου δηλαδή της γενικής κυβέρνησης. 

Με τις παρούσες συνθήκες μετά και την απόφαση Δ.Ε.Ε. της 11.2.2021 στην υπόθεση C-760/18, τα ελληνικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται πλέον από αυτό το συνταγματικό εμπόδιο, ούτε από το περιβόητο «προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου» που φυσικά δεν επιδίωξε ούτε μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα της ομηρίας των συμβασιούχων. Επομένως τα ελληνικά δικαστήρια θα έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν αν πράγματι κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εργαζόμενου καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αλλά επιπρόσθετα και ότι η ελληνική νομοθεσία κυρία με το διάταγμα Παυλόπουλου παρείχε ή δεν παρείχε επαρκή προστασία όπως απαιτούσε η ευρωπαϊκή οδηγία στην οποία υποτίθεται ότι ενσωμάτωνε στην ελληνική νομοθεσία το προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου. 

Όπως γίνεται αντιληπτό αυτό δημιουργεί ένα επόμενο ανάχωμα στην προσπάθεια των συμβασιούχων να αποδείξουν τα αυτονόητα: 

Ότι δηλαδή η ελληνική Πολιτεία μέσα από διαδικασίες, που σήμερα πλέον περνάνε από το ΑΣΕΠ, δημιουργεί μία δεύτερη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων, που δεν έχει τις μισθολογικές αλλά ούτε και τις εγγυήσεις διατήρησης στη θέση εργασίας, που έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι. 

Φυσικά οι συμβασιούχοι των οποίων λήγουν οι συμβάσεις εργασίας τους και εφόσον δεν ανανεώνονται πετιούνται στην κυριολεξία στο δρόμο, θα έχουν την δυνατότητα με καλύτερους όρους από ότι προηγουμένως να προσφύγουν δικαστικά και να διεκδικήσουν τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας τους από ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. 

Δυστυχώς όμως τα εμπόδια δεν σταματούν εδώ. Το μεγάλο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζεται στις περιπτώσεις αυτές είναι το πρόβλημα της έγκαιρης παροχής έννομης προστασίας με την ουσιαστική έννοια, δηλαδή της προσωρινής δικαστικής προστασίας με την έκδοση προσωρινής διαταγής και αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων στη συνέχεια, χωρίς τις οποίες οι συμβασιούχοι που θα έχουν χάσει τη θέση εργασίας τους λόγω λήξης της ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας τους, θα πρέπει να αναμείνουν 3-4 ή και πέντε ακόμη χρόνια μέχρι να αποφασίσουν τα δικαστήρια Πρωτοδικείο και Εφετείο τελεσίδικα, εάν θα πρέπει να επανέλθουν στη θέση τους. 

Δεν υφίσταται κανένας άλλος μηχανισμός να επιβάλει τα αυτονόητα, ούτως ώστε οι μεν συμβασιούχοι να μην μένουν για τόσο μεγάλο διάστημα εκτός του φορέα στον οποίο εργάζονταν και ο φορέας να μην βρίσκεται στην περίεργη θέση να προσλαμβάνει νέους συμβασιούχους και εν συνεχεία -σε περίπτωση δικαίωσης των συμβασιούχων τους οποίους θα έχει διώξει με λήξη των συμβάσεων εργασίας τους- να καταβάλει παράλληλα και μισθούς υπερημερίας σε περίπτωση που δικαιωθούν οι συμβασιούχοι που κατείχαν τις θέσεις εργασίας, για τις οποίες θα έχει κριθεί ότι πρέπει να επανατοποθετηθούν. 

Τα δικαστήρια είναι αρκετά φειδωλά στην αποδοχή τέτοιων αιτημάτων με έκδοση προσωρινής διαταγής που να διατηρήσει στη θέση εργασίας τους συμβασιούχους με ένα σκεπτικό το οποίο είναι ανεπέρειστο από νομική και λογική άποψη. Ένας μεγάλος αριθμός δικαστικών αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτει το ασφαλιστικό μετρό της προσωρινής διατήρησης του συμβασιούχου στη θέση εργασίας του με το επιχείρημα ότι αν το αποδεχόταν θα αποδεχόταν ταυτοχρόνως και το ουσιαστικό δικαίωμα το οποίο διεκδικεί ο συμβασιούχος! Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναλύσω περισσότερο ότι αυτή η τοποθέτηση είναι αβάσιμη αφού πράγματι το νόημα της προσωρινής επιδίκασης κάποιου αιτήματος, της προσωρινής ρύθμισης μιας κατάστασης, εμπεριέχει πάντοτε και προσωρινή ικανοποίηση του δικαιώματος μέχρις ότου αυτό να κριθεί οριστικά αν υφίσταται η δεν υφίσταται.

 Τελειώνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα θα ήθελα να πω ότι παρά το ότι υφίσταται μία βελτίωση στο ζήτημα της εργασίας των συμβασιούχων, εν τούτοις δεν πρόκειται να τελειώσει τόσο εύκολα η ομηρία τους, αφού -κατά την ταπεινότατη εκτίμησή μου- το περιβόητο δαιμόνιο της δημόσιας διοίκησης που ταλαιπώρησε τόσα χρόνια από το «νόμο Πεπονή» γενιές ολόκληρες συμβασιούχων, τοποθετώντας τους σε προσωρινές θέσεις ομηρίας, μόνο πολιτικά μπορεί να αντιμετωπιστεί με την έκδοση ενός νέου προεδρικού διατάγματος το οποίο θα συμμορφώνεται στη νομολογία η οποία δημιουργείται πλέον και θα αντικαθιστά το προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου ούτως ώστε να υπάρχει μία ουσιαστικότερη διαδικασία κρίσης το αν κάποιοι συμβασιούχοι εργάζονται ή όχι για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών με την επιστράτευση συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Από την άποψη αυτή είναι καθήκον των συνδικάτων αλλά και των πολιτικών φορέων που δεν επιθυμούν την ομηρία των συμβασιούχων, να βγουν μπροστά σε έναν αγώνα ο οποίος πράγματι θα δίνει λύσεις όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη έκταση για να περιοριστεί το φαινόμενο των εικονικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Φυσικά θα παραμείνουν τα προβλήματα από τις εργολαβικές αναθέσεις το περιβόητο outsourcingμ όπου όμως και εκεί θα πρέπει σιγά-σιγά να ξεκαθαρίζεται ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπάρχουν ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου οι οποίες να αναπαράγονται αδιάλειπτα στο διηνεκές ή εν πάση περιπτώσει για περισσότερο από ένα 12μηνο και έτσι οι συμβασιούχοι με εικονικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εφόσον συμπληρώνουν περισσότερο από ένα έτος  εργασίας να δικαιούνται τουλάχιστον αποζημίωση σε περίπτωση που λήγει η σύμβαση εργασίας τους, είτε αυτή είναι ορισμένου είτε είναι δήθεν αορίστου χρόνου. Ας απαλλαγούμε από τις περιβόητες συμβάσεις που υποκρύπτουν κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα κατά τρόπο ενιαίο που να αποτρέπει φαινόμενα καταστρατήγησης της νομοθεσίας ούτως ώστε να μη χρειάζεται να προστρέχουμε στο νόμο 2112/1920 για να ρυθμίζουμε προβλήματα του εικοστού πρώτου αιώνα…